-
1 κάτω
κάτω, 1) hinab, hinunter, nach unten zu; ἧστο κάτω ὁρόων Od. 23, 91; πᾶν δέ τ' ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται Il. 17, 136; πόλλ' ἄνω τὰ δ' αὖ κάτω κυλίνδοντ' ἐλπίδες, auf- u. abwärts, Pind. Ol. 12, 6; ἐγὼ δ' ἄπειμι γῆς ὑπὸ ζόφον κάτω Aesch. Pers. 825; τὰ δ' ἄλλα πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω στρέφων Eum. 620, vgl. ἄνω; so bei Soph. u. A.; bes. in die Unterwelt hinab, ἃ τοῖς ἀρίστοις ἔρχεται κάτω νεκροῖς Soph. Ant. 197, vgl. 520; auch κάτω δάκρυ' εἰβομένη, 523; vgl. Ar. Ran. 476; κάτω βλέπειν, φέρεσϑαι, Plat. Rep VI, 500 b IX, 584 e; κάτω διεχώρει αὐτοῖς, et ging unten durch, sie hatten den Durchfall, Xen. An. 4, 8, 20. – Auch c. gen., πετρῶν ὦσαι κάτω Eur. Cycl. 452, vom Felsen herab; κατὰ τῆς γῆς κάτω Ar. Plut. 238, wie κατὰ τείχεος κάτω ῥίπτειν Her. 8, 53. – 2) unten, unterwärts; Hes. Th. 301; in der Unterwelt, τὰν παγκευϑῆ κάτω νεκρῶν πλάκα Soph. O. C. 1559, öfter; οἱ κάτω ϑεοί El. 284; οἷα τοῖς κάτω νομίζεται 319, öfter, die Todten; Ai. 852 Ant. 75; εἶμι τῶν κάτω Κόρης ἄνακτός τ' εἰς ἀνηλίους δόμους Eur. Alc. 851; – τὰ κάτω τῶν μελῶν Plat. Legg. VII, 794 d; οἱ κάτω, die am Meeresufer, an der Küste wohnen, Ggstz οἱ τὴν μεσόγειαν κατῳκημένοι, Thuc. 1, 120; Ἰωνίης τὰ κάτω Her. 1, 143; τὸ κ. καὶ πρὸς ϑαλάσσῃ Plut. Phoc. 28. – In der Rennbahn, von den Schranken an, Plat. Rep. X, 613 b. – 3) von der Zeit, nachher, später; κάτω τοῦ χρόνου Ael. V. H. 3, 17; ἐπὶ Θησέως καὶ τῶν Κοδριδῶν κάτω 5, 13; Ggstz τῶν πάλαι μὲν – τῶν κάτω δέ, die Folgenden, Neueren, Luc. Lipp. 1; – ἡ κάτω συλλαβή, die folgende Sylbe, E. M. – Compar. κατωτέρω; Plat. Phaed. 112 d; κατωτέρω τοῦ Ταρτάρου 113 h; vgl. Ar. Ran. 69; das adj. κατώτερος u. superl. κατώτατος s. unten; κατωτάτω Sp.; οἱ κατώτατα ἑστεῶτες Her. 8, 23; μικρὸν κατώτερον τοῦ στόματος Arist. H. A. 6, 10. – Vgl. κάτωϑεν.
-
2 κάτω
κάτω, (1) hinab, hinunter, nach unten zu; πόλλ' ἄνω τὰ δ' αὖ κάτω κυλίνδοντ' ἐλπίδες, auf- u. abwärts; bes. in die Unterwelt hinab; κάτω διεχώρει αὐτοῖς, es ging unten durch, sie hatten den Durchfall. Auch c. gen., πετρῶν ὦσαι κάτω, vom Felsen herab. (2) unten, unterwärts; in der Unterwelt; οἷα τοῖς κάτω νομίζεται, die Toten; οἱ κάτω, die am Meeresufer, an der Küste wohnen. In der Rennbahn: von den Schranken an. (3) von der Zeit: nachher, später; Ggstz τῶν πάλαι μὲν τῶν κάτω δέ, die Folgenden, Neueren; ἡ κάτω συλλαβή, die folgende Silbe -
3 κατω-νάκη
κατω-νάκη, ἡ, ein Sklavenkleid, das unten einen Vorstoß von Schaaffell hat (νάκος), Ar. Lys. 1150 Eccl. 721. Bei Suid. auch κατω-νάκης, ὁ.
-
4 κατω-φερής
κατω-φερής, ές, = καταφερής, oft als v. l. dafür; sicher erst bei Sp., wie Schol. Ar. Ran. 127; vgl. Lob. zu Phryn. 439.
-
5 κατω-φαγᾶς
κατω-φαγᾶς, ᾶ, ὁ, ein Vogel, Ar. Av. 288, der mit darniedergebeugtem Kopfe immer frißt; nach dem Schol. von καταφαγεῖν, gefräßig; vielleicht auch mit Anspielung auf σκατοφάγος. Vgl. καταφαγᾶς.
-
6 κατω-φορέω
κατω-φορέω, heruntertragen, Eust.
-
7 κατω-φέρεια
κατω-φέρεια, ἡ, abschüssige Lage, Abhang, wie καταφέρεια.
-
8 κατω-κάρᾱ
κατω-κάρᾱ, kopfunten, kopfüber; Pind. frg. 134; εἴπερ ἐκ ποδῶν κατωκάρα κρέμαιτό γε Ar. Ach. 909; ῥίπτειν τινά Pax 155; Sp.; auch getrennt geschrieben.
-
9 κατω-νακο-φόρος
κατω-νακο-φόρος, der eine κατωνάκη trägt; so hießen nach Theopomp. bei Ath. VI, 271 d die Sklaven der Sicyonier, die er mit den ἐπευνάκτοις der Spartaner vergleicht.
-
10 κατω-βλέπων
κατω-βλέπων, οντος, ὁ, auch τὸ κατωβλέπον, οντος, der Niederschauende, ein afrikanisches Thier aus dem Stiergeschlechte, mit großem, niederhangendem Kopfe, catoblepas Plin. 8, 21, 32; Ael. H. A. 7, 5; Alex. Mynd. bei Ath. V, 221 b.
-
11 κατώ-φορος
κατώ-φορος, sich herunter, abwärts bewegend, Sp.
-
12 κατώ-γειος
κατώ-γειος, dasselbe, Geopon., att. κατώγεως, Suid.
-
13 κατώ-γαιος
κατώ-γαιος, = κατάγαιος, Alex. Trall.
-
14 κατῶ-βλεψ
κατῶ-βλεψ, εἶδος ϑηρίου, Theognost. p. 97, 30, = Vorigem.
-
15 ὑπο-κάτω
ὑπο-κάτω, adv., unten drunter; δεῦρο ὑποκάτω ἐμοῦ κατακλίνω Plat. Conv. 222 e, u. öfter; Arist. mund. 2 plant. 4, 1; Pol. 3, 55, 2.
-
16 από κάτω / κάτω από
-
17 άνω κάτω
durcheinander [unordentlich, regellos] -
18 κατωβλέπων
κατω-βλέπων, οντος, ὁ, auch τὸ κατωβλέπον, οντος, der Niederschauende, ein afrikanisches Tier aus dem Stiergeschlechte, mit großem, niederhangendem Kopfe, catoblepas -
19 κατωκάρᾱ
κατω-κάρᾱ, kopfunten, kopfüber -
20 κατωνάκη
κατω-νάκη, ἡ, ein Sklavenkleid, das unten einen Vorstoß von Schaffell hat
См. также в других словарях:
κάτω — και κάτου επίρρ. τοπ. 1. χαμηλά, στο έδαφος: Άφησε κάτω το δέμα. 2. στο κάτω μέρος, αποκάτω: Τον χτύπησε κάτω από το μάτι. 3. με την πρόθεση από και αιτ. αριθμητικού σημαίνει λιγότερο: Κοστίζει κάτω από πεντακόσιες λίρες. 4. με την πρόθεση σε και … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
Κάτω Κλεινών, δήμος — Νέος δήμος (3.963 κάτ.) του νομού Φλωρίνης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από την πρώην ομώνυμη κοινότητα καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αγίας Παρασκευής, Ακρίτα, Άνω Καλλινίκης, Άνω Κλεινών, Εθνικού, Κάτω Καλλινίκης … Dictionary of Greek
Κάτω Νευροκοπίου, δήμος — Δήμος (8.026 κάτ.) του νομού Δράμας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και από τις πρώην κοινότητες Αχλαδέας, Βαθυτόπου, Βώλακας, Γρανίτου, Δασωτού, Εξοχής, Καταφύτου, Κάτω Βροντούς,… … Dictionary of Greek
Κάτω Πεδινά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 940 μ., 87 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Τα Κ.Π. βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο δυτικό Ζαγόρι, 37 χλμ. ΒΔ της πόλης των Ιωαννίνων. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Κεντρικού Ζαγορίου. Η… … Dictionary of Greek
Κάτω Αιγάνη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 78 κάτ.) στην πρώην επαρχίας Τιρνάβου του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, στις εκβολές του Πηνειού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάτω Ολύμπου … Dictionary of Greek
Κάτω Αλισσός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 434 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται προς τα παράλια, ανατολικά και κοντά στην Κάτω Αχαΐα, 22 χλμ. ΝΔ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δύμης … Dictionary of Greek
Κάτω Βροντού — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 528 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νομού, 59 χλμ. ΒΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάτω Νευροκοπίου … Dictionary of Greek
Κάτω Ελληνικά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 264 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις βόρειες απολήξεις του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλης Μεσολογγίου.… … Dictionary of Greek
Κάτω Ζαχλωρού — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην κοιλάδα του Βουραϊκού ποταμού, 82 χλμ. ΝΑ της πόλης της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλαβρύτων.… … Dictionary of Greek
Κάτω Καλλινίκη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 145 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 13 χλμ. ΒΑ της πόλης της Φλώρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κάτω Κλεινών … Dictionary of Greek